- καθωπλισμένος
- вооружённый
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
καθωπλισμένος — καθοπλίζω equip perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπλίζω — (Α καθοπλίζω) εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς, αρματώνω με όλα τα όπλα («καθοπλίσας τῆδε τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.) αρχ. 1. καταπολεμώ, κατανικώ κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», Σοφ.) 2. παθ. καθοπλίζομαι α) είμαι εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς… … Dictionary of Greek